νεολεξία

νεολεξία
(I)
η
το να λέει κανείς κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].
————————
(II)
νεολεξία, ἡ (Α) [νεόλεκτος]
η κατάσταση τού νεολέκτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιλεξισμός — ο ιδιότυπη μορφή λογοτεχνικού ύφους που ξεκινά ως αντίδραση προς την καθιερωμένη λέξη, δηλ. προς τη συμβατική γλώσσα. Στον αντιλεξισμό ο δημιουργός απομακρύνεται από το παραδεδεγμένο δομικό σύστημα που χρησιμεύει ως γλώσσα της κοινότητας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”